Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράλογος η παράλογη το παράλογο
      γενική του παράλογου της παράλογης του παράλογου
    αιτιατική τον παράλογο την παράλογη το παράλογο
     κλητική παράλογε παράλογη παράλογο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράλογοι οι παράλογες τα παράλογα
      γενική των παράλογων των παράλογων των παράλογων
    αιτιατική τους παράλογους τις παράλογες τα παράλογα
     κλητική παράλογοι παράλογες παράλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράλογος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική irrationnel.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + λόγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾa.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐λο‐γος

  Επίθετο επεξεργασία

παράλογος, -η, -ο

  1. που δεν σκέφτεται λογικά
    μη γίνεσαι παράλογος
  2. που είναι αντίθετος με τη λογική
    έχεις υπερβολικές και παράλογες απαιτήσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία