Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράλογο τα παράλογα
      γενική του παραλόγου
παράλογου
των παραλόγων
    αιτιατική το παράλογο τα παράλογα
     κλητική παράλογο παράλογα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράλογο < ουδέτερο του παράλογος < αρχαία ελληνική παράλογο < παρά + λόγος < λέγω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική irrationnel)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾa.lo.ɣo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράλογο ουδέτερο

  1. η κατάσταση στην οποία αίρεται η λογική ή ο σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης
  2. καθετί που δεν εξηγείται με την κοινή λογική
  3. η φιλοσοφική και λογοτεχνική άποψη ότι οι άνθρωποι ζουν σε ένα παράλογο και άσκοπο κόσμο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ιστορία του παραλόγου : για κάθε περίπτωση που έχει παράλογα στοιχεία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία