Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράλογα < παράλογος

  Επίρρημα επεξεργασία

παράλογα

  1. κατά τρόπο παράλογο, χωρίς λογική ή αντίθετα στη λογική
    σκέφτεται και ενεργεί παράλογα

  Μεταφράσεις επεξεργασία