elusive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαelusive (en)
- ασύλληπτος, άπιαστος
- για κάτι διαφεύγον, άπιαστο, δυσπρόσιτο, άφταστο όνειρο, σπάνιο προς εύρεση είδος, διαφεύγον ερώτημα
- an elusive criminal
- φευγαλέος
- an elusive moment
- δύσκολος να οριστεί ή να περιγραφεί
- an elusive word
- που δύσκολα τον θυμόμαστε