illusive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en
επεξεργασίαπρώιμος 17ος αιώνας: illusive < μεσαιωνικά λατινικά: illusivus < λατινικά: illus- ‘ψευδο-, ψευτο-, πλαστός, ψεύτικος, μιμούμενος κάτι πρωτότυπο’ < ρήμα: illudere (βλέπε illusion)
Προφορά
επεξεργασία/ɪˈl(j)uːsɪv/
Επίθετο
επεξεργασίαillusive