Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
illusion illusions

illusion (en)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
illusion illusions

illusion (fr) θηλυκό