πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυταπάτη οι αυταπάτες
      γενική της αυταπάτης των αυταπατών
    αιτιατική την αυταπάτη τις αυταπάτες
     κλητική αυταπάτη αυταπάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυταπάτη θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραπλανά (απατά) τον ίδιο του τον εαυτό με το να αποδέχεται ως αληθινό κάτι που δεν είναι, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί την πραγματικότητα

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις αυτο-, εαυτός και απάτη

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία