Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυταπάτη οι αυταπάτες
      γενική της αυταπάτης των αυταπατών
    αιτιατική την αυταπάτη τις αυταπάτες
     κλητική αυταπάτη αυταπάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυταπάτη < αυτ- + απάτη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-deception [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ftaˈpa.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐τα‐πά‐τη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυταπάτη θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραπλανά (απατά) τον ίδιο του τον εαυτό με το να αποδέχεται ως αληθινό κάτι που δεν είναι, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί την πραγματικότητα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αυτο-, εαυτός και απάτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία