αυταπάτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυταπάτη < αυτ- + απάτη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-deception [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ftaˈpa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐τα‐πά‐τη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυταπάτη θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος παραπλανά (απατά) τον ίδιο του τον εαυτό με το να αποδέχεται ως αληθινό κάτι που δεν είναι, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιληφθεί την πραγματικότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αυταπάτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας