Δείτε επίσης: ἀπατῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απατώ < αρχαία ελληνική ἀπατάω / ἀπατῶ < ἀπάτη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.paˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

απατώ (παθητική φωνή: απατώμαι)

  1. ξεγελώ
     συνώνυμα: εξαπατώ
  2. (κατ’ επέκταση) έχω εξωσυζυγική σχέση
     συνώνυμα: κερατώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Απατωμαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία