Δείτε επίσης: ἀπατῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

απατώ (παθητική φωνή: απατώμαι)

  1. ξεγελώ
     συνώνυμα: εξαπατώ
  2. (κατ’ επέκταση) έχω εξωσυζυγική σχέση
     συνώνυμα: κερατώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Απατωμαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία