ενεστώτας deceive
γ΄ ενικό ενεστώτα deceives
αόριστος deceived
παθητική μετοχή deceived
ενεργητική μετοχή deceiving

  Ετυμολογία

επεξεργασία

deceive < (κληρονομημένο) μέση αγγλική deceyven < παλαιά γαλλική decever, decevoir < λατινική dēcipiō (ξεγελάω, παρασύρω, παγιδεύω) < dē- + capiō (αδράχνω, αφαρπάζω) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈsiːv/
 

deceive (en)

  1. (μεταβατικό) παραπλανώ, ξεγελάω, γελιέμαι, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    ⮡  Flat-earthers deceive people into thinking that the Earth is flat.
    Οι επιπεδιστές παραπλανούν τον κόσμο ωστέ να πιστεύουν πως η Γη είναι επίπεδη.
    ⮡  You’re not deceiving me!
    Δε με ξεγελάς εμένα!
    ⮡  The weather deceived us.
    Μας ξεγέλασε ο καιρός.
    ⮡  I was deceived by you.
    Γελάστηκα μαζί σου.
    ⮡  I was deceived into believing that he would change his ways.
    Γελάστηκα και πίστεψα ότι θα μπορούσε να διορθωθεί.
  2. (μεταβατικό) ξεγελιέμαι, αρνούμαι να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι κάτι δυσάρεστο είναι αλήθεια
    ⮡  Don’t try to deceive yourself.
    Μην προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου.
    ⮡  Don’t deceive yourself with the idea that…
    Μην ξεγελιέσαι με την ιδέα ότι…
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) εξαπατώ, ξεγελάω, κάνω κάποιον να έχει λάθος ιδέα για κάποιον ή κάτι
    ⮡  He deceived Chris and spent his money on useless things.
    Εξαπάτησε τον Χρήστο και ξόδεψε τα χρήματα του για άχρηστα πράγματα.
    ⮡  You won’t deceive him easily.
    Αυτόν δεν τον ξεγελάτε εύκολα.
    ⮡  Don’t be deceived by the idea that…
    Μην ξεγελιέσαι με την ιδέα ότι…
    ⮡  She is not deceived by such things.
    Αυτή δεν ξεγελιέται με τέτοια.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. deceive - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)