deceive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | deceive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deceives |
αόριστος | deceived |
παθητική μετοχή | deceived |
ενεργητική μετοχή | deceiving |
Ετυμολογία
επεξεργασίαdeceive < (κληρονομημένο) μέση αγγλική deceyven < παλαιά γαλλική decever, decevoir < λατινική dēcipiō (ξεγελάω, παρασύρω, παγιδεύω) < dē- + capiō (αδράχνω, αφαρπάζω) [1]
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdeceive (en)
- (μεταβατικό) παραπλανώ, ξεγελάω, γελιέμαι, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
- ⮡ Flat-earthers deceive people into thinking that the Earth is flat.
- Οι επιπεδιστές παραπλανούν τον κόσμο ωστέ να πιστεύουν πως η Γη είναι επίπεδη.
- ⮡ You’re not deceiving me!
- Δε με ξεγελάς εμένα!
- ⮡ The weather deceived us.
- Μας ξεγέλασε ο καιρός.
- ⮡ I was deceived by you.
- Γελάστηκα μαζί σου.
- ⮡ I was deceived into believing that he would change his ways.
- Γελάστηκα και πίστεψα ότι θα μπορούσε να διορθωθεί.
- ⮡ Flat-earthers deceive people into thinking that the Earth is flat.
- (μεταβατικό) ξεγελιέμαι, αρνούμαι να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι κάτι δυσάρεστο είναι αλήθεια
- ⮡ Don’t try to deceive yourself.
- Μην προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου.
- ⮡ Don’t deceive yourself with the idea that…
- Μην ξεγελιέσαι με την ιδέα ότι…
- ⮡ Don’t try to deceive yourself.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξαπατώ, ξεγελάω, κάνω κάποιον να έχει λάθος ιδέα για κάποιον ή κάτι
- ⮡ He deceived Chris and spent his money on useless things.
- Εξαπάτησε τον Χρήστο και ξόδεψε τα χρήματα του για άχρηστα πράγματα.
- ⮡ You won’t deceive him easily.
- Αυτόν δεν τον ξεγελάτε εύκολα.
- ⮡ Don’t be deceived by the idea that…
- Μην ξεγελιέσαι με την ιδέα ότι…
- ⮡ She is not deceived by such things.
- Αυτή δεν ξεγελιέται με τέτοια.
- ⮡ He deceived Chris and spent his money on useless things.