Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɪsˈliːd/
ενεστώτας mislead
γ΄ ενικό ενεστώτα misleads
αόριστος misled
παθητική μετοχή misled
ενεργητική μετοχή misleading
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

mislead (en)