Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφαρπάζω ‹ από + αρπάζω ‹ ινδοευρ. ρ. *srp- = λεηλατώ

  Ρήμα επεξεργασία

αφαρπάζω[1]

  1. αρπάζω κάτι ξαφνικά και βίαια: "η δύναμη του τυφώνα είναι τόση που μπορεί ν` αφαρπάξει μεγάλα δέντρα ή και ανθρώπους"  συνώνυμα: αποσπώ, παρασύρω
  2. αφαρπάζομαι, θυμώνω εύκολα και απότομα: "είναι παρορμητικός χαραχτήρας κι αφαρπάζεται εύκολα στο άψε -σβήσε"

  Μεταφράσεις επεξεργασία