ενεστώτας seize
γ΄ ενικό ενεστώτα seizes
αόριστος seized
παθητική μετοχή seized
ενεργητική μετοχή seizing

seize (en)

  1. (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
    ⮡  I seize someone’s arm.
    Σφίγγω το μπράτσο κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη grasp
  2. (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ μια περιοχή
    ⮡  I seize a country.
    Κυριεύω μια χώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conquer
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 487, 857-858. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κυριεύω, σφίγγω



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Αριθμητικό

επεξεργασία

seize (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

seize (fr) αρσενικό