ενεστώτας seize
γ΄ ενικό ενεστώτα seizes
αόριστος seized
παθητική μετοχή seized
ενεργητική μετοχή seizing

seize (en)

  1. (μεταβατικό) αρπάζω, σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
    ⮡  She seized my arm.
    Μου άρπαξε το μπράτσο.
    ⮡  I seize someone’s arm.
    Σφίγγω το μπράτσο κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις grab και grasp
  2. (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ, θέτω ένα μέρος ή μια κατάσταση υπό έλεγχο μου, συχνά ξαφνικά και βίαια
    ⮡  I seize a country.
    Κυριεύω μια χώρα.
    ⮡  They seized the castle.
    Κατέκτησαν το κάστρο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη conquer
  3. (μεταβατικό) πιάνω, συλλαμβάνω κάποιον
    ⮡  They seized an enemy ship.
    Έπιασαν/Συνέλαβαν ένα εχθρικό πλοίο.
     συνώνυμα: capture
  4. (μεταβατικό) κατάσχω
    ⮡  Three kilos of hashish were seized from his hands.
    Στα χέρια του κατασχέθηκαν τρία κιλά χασίς.
    ⮡  The seized items were auctioned off by the court.
    Τα κατασχεθέντα αντικείμενα εκπλειστηριάστηκαν από το δικαστήριο.
  5. (μεταβατικό) αρπάζω μια ευκαιρία
    ⮡  She seized the opportunity and got rich.
    Άρπαξε την ευκαιρία και πλούτισε.
     συνώνυμα:  grab και grasp
  6. (μεταβατικό) πιάνω, για ένα συναίσθημα που επηρεάζει κάποιον ξαφνικά και βαθιά
    ⮡  Panic seized me.
    Με έπιασε πανικός.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Αριθμητικό

επεξεργασία

seize (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

seize (fr) αρσενικό