seize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | seize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seizes |
αόριστος | seized |
παθητική μετοχή | seized |
ενεργητική μετοχή | seizing |
Ρήμα
επεξεργασίαseize (en)
- (μεταβατικό) σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
- (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ μια περιοχή
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 487, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυριεύω, σφίγγω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαseize (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαseize (fr) αρσενικό