seize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | seize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seizes |
αόριστος | seized |
παθητική μετοχή | seized |
ενεργητική μετοχή | seizing |
Ρήμα
επεξεργασίαseize (en)
- (μεταβατικό) αρπάζω, σφίγγω, πιάνω κάτι σφιχτά και το κρατώ δυνατά
- (μεταβατικό) κυριεύω, κατακτώ, θέτω ένα μέρος ή μια κατάσταση υπό έλεγχο μου, συχνά ξαφνικά και βίαια
- (μεταβατικό) πιάνω, συλλαμβάνω κάποιον
- (μεταβατικό) κατάσχω
- ⮡ Three kilos of hashish were seized from his hands.
- Στα χέρια του κατασχέθηκαν τρία κιλά χασίς.
- ⮡ The seized items were auctioned off by the court.
- Τα κατασχεθέντα αντικείμενα εκπλειστηριάστηκαν από το δικαστήριο.
- ⮡ Three kilos of hashish were seized from his hands.
- (μεταβατικό) αρπάζω μια ευκαιρία
- (μεταβατικό) πιάνω, για ένα συναίσθημα που επηρεάζει κάποιον ξαφνικά και βαθιά
- ⮡ Panic seized me.
- Με έπιασε πανικός.
- ⮡ Panic seized me.
Πηγές
επεξεργασία- seize - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 487, 857-858. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυριεύω, σφίγγω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΑριθμητικό
επεξεργασίαseize (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαseize (fr) αρσενικό