Ετυμολογία

επεξεργασία

σφίγγω, αόρ.: έσφιξα, παθ.φωνή: σφίγγομαι, π.αόρ.: σφίχτηκα, μτχ.π.π.: σφιγμένος

  1. πιάνω κάτι και το κρατώ δυνατά ώστε να μην μπορεί να κινηθεί
      Ήθελα να την αγκαλιάσω, να την σφίξω πάνω μου. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. στρέφω κάτι ή το μαζεύω ώστε να μην είναι χαλαρό
      σφίγγω μια βίδα, σφίγγω τη θηλειά
  3. (μεταφορικά) ασκώ έντονη πίεση σε κάποιον, πιέζω
      Ο τρόμος τής έσφιγγε το λαιμό και δεν μπορούσε ν' ανασάνει. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • σφίγγω την καρδιά μου:
  • σφίγγεται η καρδιά μου: θλίβομαι
  • σφίγγω το ζωνάρι μου, σφίγγω τη ζώνη μου: περιορίζω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία
  • σφίγγω το λουρί, σφίγγω τα λουριά σε κάποιον: γίνομαι αυστηρότερος
  • σφίγγω τα δόντια: προσπαθώ να αντέξω μια δύσκολη κατάσταση

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα