περισφίγγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περισφίγγω < αρχαία ελληνική περισφίγγω < περί + σφίγγω
Ρήμα
επεξεργασίαπερισφίγγω
Συγγενικά
επεξεργασία- περισφιγμένος
- περίσφιγξη / περίσφιξη
- → δείτε τις λέξεις περί και σφίγγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περισφίγγω
|