περίσφιξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίσφιξη | οι | περισφίξεις |
γενική | της | περίσφιξης* | των | περισφίξεων |
αιτιατική | την | περίσφιξη | τις | περισφίξεις |
κλητική | περίσφιξη | περισφίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περισφίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίσφιξη < ελληνιστική κοινή περίσφιγξις < αρχαία ελληνική περισφίγγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
περίσφιξη θηλυκό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περισφίγγω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περίσφιξη
|