σφίξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σφίξη | οι | σφίξεις |
γενική | της | σφίξης* | των | σφίξεων |
αιτιατική | τη | σφίξη | τις | σφίξεις |
κλητική | σφίξη | σφίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σφίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφίξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σφίξη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφίξη
|