Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφίξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σφίξιμ
ο
τα
σφιξίμ
ατ
α
γενική
του
σφιξίμ
ατ
ος
των
σφιξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
σφίξιμ
ο
τα
σφιξίμ
ατ
α
κλητική
σφίξιμ
ο
σφιξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφίξιμο
<
σφίγγω
+
-ιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφίξιμο
ουδέτερο
(
κυριολεκτικά
,
μεταφορικά
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
σφίγγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφίξιμο
αγγλικά
:
tightening
(en)
γαλλικά
:
serrage
(fr)
,
pincement
(fr)