ενεστώτας constrict
γ΄ ενικό ενεστώτα constricts
αόριστος constricted
παθητική μετοχή constricted
ενεργητική μετοχή constricting

constrict (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω
    ⮡  to constrict a vein - σφίγγω μια φλέβα
    ⮡  This skirt is constricting me around the waist.
    Με σφίγγει αυτή η φούστα στη μέση.
     συνώνυμα: pinch
  2. (μεταφορικά) παρεμποδίζω
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. σφίγγω. ISBN 9780194325684. , λήμμα: 857-858