constrict
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | constrict |
γ΄ ενικό ενεστώτα | constricts |
αόριστος | constricted |
παθητική μετοχή | constricted |
ενεργητική μετοχή | constricting |
Ρήμα
επεξεργασίαconstrict (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω
- (μεταφορικά) παρεμποδίζω
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. σφίγγω. ISBN 9780194325684., λήμμα: 857-858