παρεμποδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρεμποδίζω
- δημιουργώ ή παρεμβάλλω εμπόδιο σε κάτι (δι' έργου, ή λόγου, ή αξίωσης)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παρεμποδίζω | παρεμπόδιζα | θα παρεμποδίζω | να παρεμποδίζω | παρεμποδίζοντας | |
β' ενικ. | παρεμποδίζεις | παρεμπόδιζες | θα παρεμποδίζεις | να παρεμποδίζεις | παρεμπόδιζε | |
γ' ενικ. | παρεμποδίζει | παρεμπόδιζε | θα παρεμποδίζει | να παρεμποδίζει | ||
α' πληθ. | παρεμποδίζουμε | παρεμποδίζαμε | θα παρεμποδίζουμε | να παρεμποδίζουμε | ||
β' πληθ. | παρεμποδίζετε | παρεμποδίζατε | θα παρεμποδίζετε | να παρεμποδίζετε | παρεμποδίζετε | |
γ' πληθ. | παρεμποδίζουν(ε) | παρεμπόδιζαν παρεμποδίζαν(ε) |
θα παρεμποδίζουν(ε) | να παρεμποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρεμπόδισα | θα παρεμποδίσω | να παρεμποδίσω | παρεμποδίσει | ||
β' ενικ. | παρεμπόδισες | θα παρεμποδίσεις | να παρεμποδίσεις | παρεμπόδισε | ||
γ' ενικ. | παρεμπόδισε | θα παρεμποδίσει | να παρεμποδίσει | |||
α' πληθ. | παρεμποδίσαμε | θα παρεμποδίσουμε | να παρεμποδίσουμε | |||
β' πληθ. | παρεμποδίσατε | θα παρεμποδίσετε | να παρεμποδίσετε | παρεμποδίστε | ||
γ' πληθ. | παρεμπόδισαν παρεμποδίσαν(ε) |
θα παρεμποδίσουν(ε) | να παρεμποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παρεμποδίσει | είχα παρεμποδίσει | θα έχω παρεμποδίσει | να έχω παρεμποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παρεμποδίσει | είχες παρεμποδίσει | θα έχεις παρεμποδίσει | να έχεις παρεμποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παρεμποδίσει | είχε παρεμποδίσει | θα έχει παρεμποδίσει | να έχει παρεμποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παρεμποδίσει | είχαμε παρεμποδίσει | θα έχουμε παρεμποδίσει | να έχουμε παρεμποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παρεμποδίσει | είχατε παρεμποδίσει | θα έχετε παρεμποδίσει | να έχετε παρεμποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παρεμποδίσει | είχαν παρεμποδίσει | θα έχουν παρεμποδίσει | να έχουν παρεμποδίσει |
|