Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεμπόδιση οι παρεμποδίσεις
      γενική της παρεμπόδισης* των παρεμποδίσεων
    αιτιατική την παρεμπόδιση τις παρεμποδίσεις
     κλητική παρεμπόδιση παρεμποδίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεμποδίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παρεμπόδιση < παρεμποδίζω + -ση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παρεμπόδιση θηλυκό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία