Ουσιαστικό

επεξεργασία

obstruction (en)

  1. φράξιμο, παρακώλυση
  2. εμπόδιο



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔps.tʁyk.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
obstruction obstructions

obstruction (fr) θηλυκό