Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φράξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φράξιμ
ο
τα
φραξίμ
ατ
α
γενική
του
φραξίμ
ατ
ος
των
φραξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
φράξιμ
ο
τα
φραξίμ
ατ
α
κλητική
φράξιμ
ο
φραξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φράξιμο
<
φράζω
+
-μο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φράξιμο
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
φράζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
αποκλεισμός
βούλωμα
περίφραξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φράξιμο
γαλλικά
:
obstruction
(fr)
,
fermeture
(fr)