Δείτε επίσης: ἀποκλεισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκλεισμός οι αποκλεισμοί
      γενική του αποκλεισμού των αποκλεισμών
    αιτιατική τον αποκλεισμό τους αποκλεισμούς
     κλητική αποκλεισμέ αποκλεισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποκλεισμός < (ελληνιστική κοινήἀποκλεισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποκλεισμός αρσενικό

  1. η αδυναμία μετακίνησης από και προς μια περιοχή λόγω εμποδίων
     συνώνυμα: παρεμπόδιση
  2. η απομόνωση μιας περιοχής με στρατιωτικά ή άλλα μέσα, ώστε να μην επιτρέπεται η είσοδος ή έξοδος ανθρώπων ή αγαθών
     συνώνυμα: εμπάργκο
  3. η ενέργεια με την οποία κάποιος που συμμετείχε σε μια συλλογική διαδικασία αποβάλλεται από αυτήν
  4. (αθλητισμός) η έξοδος ενός αθλητή ή μιας ομάδας από μια αθλητική διοργάνωση μετά από ήττα ή παραβίαση κανονισμών

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Περικύκλωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία