εμπάργκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπάργκο < αγγλική embargo < ισπανική embargar < δημώδης λατινική *imbarricāre < in- + *barra (ίσως < γαλατική *barros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰer-)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμπάργκο ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) η απαγόρευση, από μια κυβέρνηση, του απόπλου ή κατάπλου ξένων πλοίων από την επικράτεια του κράτους
- (κατ’ επέκταση) μέτρο που τείνει στον εμποδισμό ελεύθερης κυκλοφορίας ενός εμπορεύματος· η απαγόρευση εξαγωγής ενός (ή πολλών) τύπου(-ων) εμπορευμάτων προς ένα άλλο κράτος
Σημειώσεις
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμπάργκο | τα | εμπάργκα |
γενική | του | εμπάργκου | των | εμπάργκων |
αιτιατική | το | εμπάργκο | τα | εμπάργκα |
κλητική | εμπάργκο | εμπάργκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ενίοτε κλίνεται:
- ※ Το Κρεμλίνο κατήγγειλε σήμερα Τετάρτη τον «οικονομικό πόλεμο» που κηρύχθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Ρωσία μετά την ανακοίνωση από την Ουάσινγκτον ενός εμπάργκου στις αμερικανικές εισαγωγές πετρελαίου και αερίου, μεταξύ άλλων κυρώσεων. (εφ. Τα Νέα, 09.03.2022)
- ※ To παρασκήνιο της άρσης του εμπάργκου: Σύμφωνα με το HellasJournal o υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο επικοινώνησε με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη, και του ανακοίνωσε την απόφαση του Προέδρου Τραμπ. Μίλησαν για την επιθετικότητα της Τουρκίας, μίλησαν για την Αμμόχωστο και το Κυπριακό και την προκλητικότητα της κατοχικής δύναμης σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. (εφ. Έθνος, 02.09.2020)
- ※ Ως αποτέλεσμα των συνεχόμενων εμπάργκων, ο OAPEC έχασε σημαντικό μερίδιο της αγοράς και της δύναμής του, αφού οι υπόλοιπες χώρες που εξήγαγαν πετρέλαιο, όπως το Μεξικό και η Ρωσία, έδωσαν στις χώρες στις οποίες είχε γίνει το εμπάργκο. (Κωνσταντίνα–Ευαγγελία Διαμαντίκου, Ο ρόλος της οικονομικής κρίσης και το μάρκετινγκ των επιχειρήσεων, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Σχολή Οικονομίας, Διοίκησης και Πληροφορικής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Τρίπολη 2015, σελ. 12.)