↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κρεμλίνο τα Κρεμλίνα
      γενική του Κρεμλίνου των Κρεμλίνων
    αιτιατική το Κρεμλίνο τα Κρεμλίνα
     κλητική Κρεμλίνο Κρεμλίνα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κρεμλίνο < ρωσική Кремль (Kremlʹ)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾemˈli.no/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρεμ‐λί‐νο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
 
Άποψη του κτιριακού συμπλέγματος του Κρεμλίνου

Κρεμλίνο ουδέτερο

  1. οχυρωμένο κτιριακό σύμπλεγμα στη Μόσχα το οποίο λειτουργεί ως επίσημη κατοικία του προέδρου της Ρωσικής Δημοκρατίας
    ※  Οι πιο ξεκαρδιστικές στιγμές ήταν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο Χρουστσόφ και ο Μπρέζνιεφ κοίταζαν με ύφος αυστηρό από το Κρεμλίνο τις σοβιετικές στρατιωτικές παρελάσεις, αλλά η κομμουνιστική επισημότητα του θεάματος υπονομευόταν από το φανταχτερό κομμάτι της αρχιτεκτονικής α λα Ντίσνεϊλαντ που καθόταν στη γωνία φωνάζοντας «γιού χου». Ο καθεδρικός του Αγ. Βασιλείου έμοιαζε με μύτη κλόουν στο πρόσωπο της αυτοκρατορίας του κακού.
    Αγιος Βασίλειος: το σύμβολο της Μόσχας κλείνει σήμερα τα 450, Το Βήμα, 12 Ιουλίου 2011
  2. (πολιτική, ανεπίσημο) μετωνυμία για την κυβέρνηση της Ρωσίας, και παλαιότερα της ΕΣΣΔ
    ※  Το Κρεμλίνο ανακοίνωσε ότι η επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας συνιστούν μη φιλική ενέργεια, η οποία θα βλάψει τις σχέσεις των δύο πλευρών και ότι επιφυλάσσεται να δώσει απάντηση προς το συμφέρον της Ρωσίας.
    Υπόθεση Ναβάλνι: Κυρώσεις σε Ρώσους αξιωματούχους από την Ε.Ε., Η Καθημερινή, 15 Νοεμβρίου 2020

Δείτε επίσης

επεξεργασία

μετωνυμίες άλλων ανωτάτων κυβερνητικών ή πολιτειακών θεσμών:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία