πρόεδρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | πρόεδρος | οι | πρόεδροι |
γενική | του/της του |
προέδρου πρόεδρου |
των | προέδρων |
αιτιατική | τον/την | πρόεδρο | τους/τις τους |
προέδρους πρόεδρους |
κλητική | πρόεδρε | πρόεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόεδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόεδρος < πρό (προ-) + ἕδρα ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική président)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpro.e.ðros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐ε‐δρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: προεδρίνα, προέδρισσα)
- εκλεγμένο ή διορισμένο άτομο που προΐσταται ενός οργανισμού, σωματείου, οργάνωσης, ομάδας κ.λπ.
- (ειδικότερα) (πολιτική) ο ανώτατος άρχοντας ενός κράτους που δεν έχει μοναρχία
- ο πρόεδρος της Δημοκρατίας
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπροεδρία
- αντιπροεδρικός
- αντιπροεδρίνα
- αντιπρόεδρος
- πολυπρόεδρος
- προεδρείο
- προεδρεύω
- προεδρεύων
- προεδρία
- προεδρικά
- προεδρικός
- προεδριλίκι
- → δείτε τις λέξεις προ και έδρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρόεδρος