προεδρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεδρεύω < αρχαία ελληνική προεδρεύω < πρόεδρος < πρό + ἕδρα
Ρήμα
επεξεργασίαπροεδρεύω (παθητική φωνή: προεδρεύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προεδρευόμενος
- προεδρεύων
- → δείτε τις λέξεις πρόεδρος, προ και έδρα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- προεδρευομένη δημοκρατία: (πολιτική) μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης κατά την οποία ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος δεν έχει μεγάλη εκτελεστική εξουσία, εκλέγεται (συνήθως) από τη βουλή κι όχι άμεσα από τον λαό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προεδρεύω | προέδρευα | θα προεδρεύω | να προεδρεύω | προεδρεύοντας | |
β' ενικ. | προεδρεύεις | προέδρευες | θα προεδρεύεις | να προεδρεύεις | προέδρευε | |
γ' ενικ. | προεδρεύει | προέδρευε | θα προεδρεύει | να προεδρεύει | ||
α' πληθ. | προεδρεύουμε | προεδρεύαμε | θα προεδρεύουμε | να προεδρεύουμε | ||
β' πληθ. | προεδρεύετε | προεδρεύατε | θα προεδρεύετε | να προεδρεύετε | προεδρεύετε | |
γ' πληθ. | προεδρεύουν(ε) | προέδρευαν προεδρεύαν(ε) |
θα προεδρεύουν(ε) | να προεδρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προέδρευσα | θα προεδρεύσω | να προεδρεύσω | προεδρεύσει | ||
β' ενικ. | προέδρευσες | θα προεδρεύσεις | να προεδρεύσεις | προέδρευσε | ||
γ' ενικ. | προέδρευσε | θα προεδρεύσει | να προεδρεύσει | |||
α' πληθ. | προεδρεύσαμε | θα προεδρεύσουμε | να προεδρεύσουμε | |||
β' πληθ. | προεδρεύσατε | θα προεδρεύσετε | να προεδρεύσετε | προεδρεύστε | ||
γ' πληθ. | προέδρευσαν προεδρεύσαν(ε) |
θα προεδρεύσουν(ε) | να προεδρεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προεδρεύσει | είχα προεδρεύσει | θα έχω προεδρεύσει | να έχω προεδρεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις προεδρεύσει | είχες προεδρεύσει | θα έχεις προεδρεύσει | να έχεις προεδρεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει προεδρεύσει | είχε προεδρεύσει | θα έχει προεδρεύσει | να έχει προεδρεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προεδρεύσει | είχαμε προεδρεύσει | θα έχουμε προεδρεύσει | να έχουμε προεδρεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε προεδρεύσει | είχατε προεδρεύσει | θα έχετε προεδρεύσει | να έχετε προεδρεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προεδρεύσει | είχαν προεδρεύσει | θα έχουν προεδρεύσει | να έχουν προεδρεύσει |
|
- Στους ιστορικούς χρόνους απαντούν και οι τύποι προήδρευα (παρατατικός) και προήδρευσα (αόριστος)