Ετυμολογία

επεξεργασία
προεδρεύω < αρχαία ελληνική προεδρεύω < πρόεδρος < πρό + ἕδρα

προεδρεύω (παθητική φωνή: προεδρεύομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία