προεδρεύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προεδρεύων & προεδρεύοντας |
η | προεδρεύουσα | το | προεδρεύον |
γενική | του | προεδρεύοντος & προεδρεύοντα |
της | προεδρεύουσας & προεδρευούσης* |
του | προεδρεύοντος |
αιτιατική | τον | προεδρεύοντα | την | προεδρεύουσα | το | προεδρεύον |
κλητική | προεδρεύων & προεδρεύοντα |
προεδρεύουσα | προεδρεύον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προεδρεύοντες | οι | προεδρεύουσες | τα | προεδρεύοντα |
γενική | των | προεδρευόντων | των | προεδρευουσών | των | προεδρευόντων |
αιτιατική | τους | προεδρεύοντες | τις | προεδρεύουσες | τα | προεδρεύοντα |
κλητική | προεδρεύοντες | προεδρεύουσες | προεδρεύοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προεδρεύων < αρχαία ελληνική προεδρεύων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προεδρεύω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική président)
Επίθετο
επεξεργασίαπροεδρεύων
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεδρεύων
|