καθήκον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθήκον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τα καθήκοντα < μετοχή του καθήκω (είμαι κατάλληλος για κάτι)
- (υπηρεσία λειτουργού) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική office
- (εργασίες μαθητή) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική devoirs[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈθi.kon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θή‐κον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθήκον ουδέτερο
- αυτό που οφείλει να πράξει κάποιος, ακολουθώντας γραπτούς ή άγραφους κανόνες, τη συνείδηση ή τη θρησκεία, την κοινωνία, το έθιμο ή τον ηθικό νόμο
- ↪ επαγγελματικά καθήκοντα, οικογενειακό καθήκον, ηθικό καθήκον
- η υπηρεσία ενός λειτουργού ή δημόσιο αξίωμα
- οι εργασίες για το σπίτι ενός μαθητή
Εκφράσεις
επεξεργασία- άνθρωπος του καθήκοντος : αυτός που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, θέτοντάς τις πάνω από τις προσωπικές του επιθυμίες
- απαλλάσσω/απομακρύνω κάποιον από τα καθήκοντά του : απολύω, απομακρύνω κάποιον από δημόσιο αξίωμα
- σύγκρουση καθηκόντων : για τις περιπτώσεις που η τήρηση ενός καθήκοντος εξαρτάται από την αθέτηση ενός άλλου
- συζυγικά καθήκοντα : η σεξουαλική επαφή μεταξύ συζύγων (νοούμενη ως αμοιβαία υποχρέωσή τους)
- υπέρβαση καθηκόντων : για τις περιπτώσεις που ένας υπάλληλος ή μια υπηρεσία οικειοποιείται κάποια εξουσία, η οποία δεν εμπίπτει τις επίσημες δικαιοδοσίες του/της
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καθήκον
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καθήκον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας