• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

καθηκόντως

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καθηκόντως < ελληνιστική κοινή καθηκόντως < αρχαία ελληνική καθήκω < κατά + ἥκω

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

καθηκόντως

  • (λόγιο) που γίνεται από καθήκον, από υποχρέωση

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • (αρμοδίως)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη καθήκον

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καθηκόντως
  • ελληνιστική κοινή : καθηκόντως
  • αγγλικά : properly (en), fittingly (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καθηκόντως&oldid=4878914"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Οκτωβρίου 2020, στις 06:26

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Οκτωβρίου 2020, στις 06:26.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie