υποχρέωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υποχρέωση < υποχρεώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obligation)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υποχρέωση{ θηλυκό
- ό,τι ο νόμος (γραπτός ή άγραφος) ή κάτι άλλο σε αναγκάζει να πράξεις
- οικονομική, κοινωνική κ.λπ. δέσμευση
- η αίσθηση ότι οφείλεις σε κάποιον σε ηθικό και άυλο επίπεδο για κάτι που σου προσέφερε
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποχρέωση