υποχρέωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποχρέωση | οι | υποχρεώσεις |
γενική | της | υποχρέωσης* | των | υποχρεώσεων |
αιτιατική | την | υποχρέωση | τις | υποχρεώσεις |
κλητική | υποχρέωση | υποχρεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποχρεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποχρέωση < υποχρεώνω + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obligation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποχρέωση{ θηλυκό
- ό,τι ο νόμος (γραπτός ή άγραφος) ή κάτι άλλο σε αναγκάζει να πράξεις
- οικονομική, κοινωνική κ.λπ. δέσμευση
- η αίσθηση ότι οφείλεις σε κάποιον σε ηθικό και άυλο επίπεδο για κάτι που σου προσέφερε
- (λογιστική) η οφειλή, πληρωτέο χρηματικό ποσό, κάτι που πρέπει να πληρωθεί (δάνεια, αγορές από προμηθευτές, κλπ., όπως δευτερευόντως και τα κεφάλαια που έχουν καταθέσει οι μέτοχοι). Είναι στοιχείο του Παθητικού
- ⮡ η εταιρία είναι επισφαλής, οι Υποχρεώσεις της είναι είκοσι φορές περισσότερες από τα Ίδια Κεφάλαια
- ≠ αντώνυμα: απαίτηση
- υπώνυμα: εμπορική υποχρέωση, πρόβλεψη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υποχρέωση