Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπορική υποχρέωση < → δείτε τις λέξεις εμπορικός και υποχρέωση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική trading payable

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εμπορική υποχρέωση

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία