προμηθευτές
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
προμηθευτές
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προμηθευτής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προμηθευτές
- (λογιστική, μόνο πληθυντικός) οι υποχρεώσεις από τις λειτουργικές αγορές (εμπορευμάτων, πρώτων υλών, κλπ.) επί πιστώσει
- ≈ συνώνυμα: εμπορικές υποχρεώσεις
- ≠ αντώνυμα: πελάτες, εμπορικές απαιτήσεις
- υπερώνυμο: υποχρέωση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προμηθευτές