εμπορικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπορικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπορικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commercial, marchand.[1] Μορφολογικά, έμπορ(ος) + -ικός[2]
Επίθετο
επεξεργασίαεμπορικός, -ή, -ό
- που είναι σχετικός με το εμπόριο ή τους εμπόρους
- (κακόσημο) για προϊόν, υλικό ή πνευματικό, που έχει μεγάλη ζήτηση αλλά η ποιότητά του είναι αμφισβητήσιμη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εμπορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ έμπορος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.