Δείτε επίσης: ἐμπορικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπορικός η εμπορική το εμπορικό
      γενική του εμπορικού της εμπορικής του εμπορικού
    αιτιατική τον εμπορικό την εμπορική το εμπορικό
     κλητική εμπορικέ εμπορική εμπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπορικοί οι εμπορικές τα εμπορικά
      γενική των εμπορικών των εμπορικών των εμπορικών
    αιτιατική τους εμπορικούς τις εμπορικές τα εμπορικά
     κλητική εμπορικοί εμπορικές εμπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπορικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμπορικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commercial, marchand.[1] Μορφολογικά, έμπορ(ος) + -ικός[2]

  Επίθετο επεξεργασία

εμπορικός, -ή, -ό

  1. που είναι σχετικός με το εμπόριο ή τους εμπόρους
  2. (κακόσημο) για προϊόν, υλικό ή πνευματικό, που έχει μεγάλη ζήτηση αλλά η ποιότητά του είναι αμφισβητήσιμη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. εμπορικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. έμπορος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.