commercial
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | commercial |
συγκριτικός | more commercial |
υπερθετικός | most commercial |
commercial (en)
- εμπορικός
- ⮡ The book was a big commercial success.
- Το βιβλίο ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
- ⮡ The book was a big commercial success.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
commercial | commercials |
commercial (en)
- η διαφήμιση
- ⮡ radio commercials - ραδιοφωνικές διαφημίσεις
Συνώνυμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | commercial | commerciaux |
θηλυκό | commerciale | commerciales |
commercial (fr)