commensal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- commensal < παλαιά γαλλική commensal < μεσαιωνική λατινική commensalis < com- (αυτός που μοιράζεται) + mensa (τραπέζι) + -lis
Επίθετο επεξεργασία
commensal (en) (χωρίς παραθετικά)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
commensal (fr) αρσενικό
- ο ομοτράπεζος, ο / η συνδαιτυμόνας