Δείτε επίσης: Mensa

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mensa < πιθανόν από τη μετοχή mensus (μετρημένος) < metior (μετρώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mensa (la) θηλυκό

  1. τραπέζι
  2. (εκκλησιαστικά λατινικά) αγία Τράπεζα
  3. τραπέζι κρεοπώλη, επικόπανο
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική mensa mensae
γενική mensae mensārum
δοτική mensae mensīs
αιτιατική mensam mensās
κλητική mensa mensae
αφαιρετική mensā mensīs
(α' κλίση)