mensa
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mensa < πιθανόν από τη μετοχή mensus (μετρημένος) < metior (μετρώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmensa (la) θηλυκό
- τραπέζι
- (εκκλησιαστικά λατινικά) αγία Τράπεζα
- τραπέζι κρεοπώλη, επικόπανο
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensa | mensae |
γενική | mensae | mensārum |
δοτική | mensae | mensīs |
αιτιατική | mensam | mensās |
κλητική | mensa | mensae |
αφαιρετική | mensā | mensīs |
Πηγές
επεξεργασία- mensa - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.