Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επικόπανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
επικόπαν
ο
τα
επικόπαν
α
γενική
του
επικόπαν
ου
των
επικόπαν
ων
αιτιατική
το
επικόπαν
ο
τα
επικόπαν
α
κλητική
επικόπαν
ο
επικόπαν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επικόπανο
<
επί
+
κόπανο
<
κόπτω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επικόπανο
ουδέτερο
το
τραπέζι
του
κρεοπώλη
, φτιαγμένο συνήθως από χοντρό
ξύλο
, πάνω στο οποίο λιανίζονται και τεμαχίζονται τα
κρέατα
Άκουσε έναν ήχο ο οποίος έμοιαζε με μπαλντά που πέφτει πάνω σε
επικόπανο
χασάπη
(
*
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επικόπανο