Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επικόπανο τα επικόπανα
      γενική του επικόπανου των επικόπανων
    αιτιατική το επικόπανο τα επικόπανα
     κλητική επικόπανο επικόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικόπανο < επί + κόπανο < κόπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικόπανο ουδέτερο

  1. το τραπέζι του κρεοπώλη, φτιαγμένο συνήθως από χοντρό ξύλο, πάνω στο οποίο λιανίζονται και τεμαχίζονται τα κρέατα
    Άκουσε έναν ήχο ο οποίος έμοιαζε με μπαλντά που πέφτει πάνω σε επικόπανο χασάπη (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία