επικόπανο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
επικόπανο ουδέτερο
- το τραπέζι του κρεοπώλη, φτιαγμένο συνήθως από χοντρό ξύλο, πάνω στο οποίο λιανίζονται και τεμαχίζονται τα κρέατα
- Άκουσε έναν ήχο ο οποίος έμοιαζε με μπαλντά που πέφτει πάνω σε επικόπανο χασάπη (*)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
επικόπανο
|