↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συνδαιτυμόνας οι συνδαιτυμόνες
      γενική του
του/της
συνδαιτυμόνα
συνδαιτυμόνος
των συνδαιτυμόνων
    αιτιατική τον/τη συνδαιτυμόνα τους/τις συνδαιτυμόνες
     κλητική συνδαιτυμόνα συνδαιτυμόνες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «κηδεμόνας».
Κατηγορία όπως «κηδεμόνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδαιτυμόνας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συνδαιτυμών,[1][2] από την αιτιατική συνδαιτυμόνα < συν- + αρχαία ελληνική δαιτυμών (καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος) < δαιτύς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική commensal)[3]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sin.ðe.tiˈmo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐δαι‐τυ‐μό‐νας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνδαιτυμόνας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. συνδαιτυμόναςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. συνδαιτυμόνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας