καλεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καλεσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλώ
Μετοχή
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλεσμένος αρσενικό
- επισκέπτης σε σπίτι ή παρευρισκόμενος σε εκπομπή που έχει έρθει μετά από προσωπική ή ανοιχτή πρόσκληση