προσκαλεσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκαλεσμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσκαλώ
Μετοχή επεξεργασία
προσκαλεσμένος
- που τον έχουν προσκαλέσει
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσκαλεσμένος αρσενικό
- άλλη μορφή του καλεσμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσκαλεσμένος
|