Δείτε επίσης: ἐπισκέπτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επισκέπτης οι επισκέπτες
      γενική του επισκέπτη των επισκεπτών
    αιτιατική τον επισκέπτη τους επισκέπτες
     κλητική επισκέπτη επισκέπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισκέπτης < αρχαία ελληνική ἐπισκέπτης (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική visiteur)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισκέπτης αρσενικό (θηλυκό: επισκέπτρια)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία