ἐπισκέπτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐπισκέπτης | οἱ | ἐπισκέπται |
γενική | τοῦ | ἐπισκέπτου | τῶν | ἐπισκεπτῶν |
δοτική | τῷ | ἐπισκέπτῃ | τοῖς | ἐπισκέπταις |
αιτιατική | τὸν | ἐπισκέπτην | τοὺς | ἐπισκέπτᾱς |
κλητική ὦ! | ἐπισκέπτᾰ | ἐπισκέπται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπισκέπτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπισκέπταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐπισκέπτης < ἐπισκέπτομαι < ἐπι- + σκέπτομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐπισκέπτης αρσενικό
- ο επιθεωρητής, το άτομο που κάνει επιθεώρηση
- ο ερευνητής, άτομο που κάνει σχολαστική έρευνα
- επισκέπτης
- κατάσκοπος
Πηγές επεξεργασία
- ἐπισκέπτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.