Δείτε επίσης: επισκέπτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπισκέπτης οἱ ἐπισκέπται
      γενική τοῦ ἐπισκέπτου τῶν ἐπισκεπτῶν
      δοτική τῷ ἐπισκέπτ τοῖς ἐπισκέπταις
    αιτιατική τὸν ἐπισκέπτην τοὺς ἐπισκέπτᾱς
     κλητική ! ἐπισκέπτ ἐπισκέπται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπισκέπτ
γεν-δοτ τοῖν  ἐπισκέπταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπισκέπτης < ἐπισκέπτομαι < ἐπι- + σκέπτομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπισκέπτης αρσενικό

  1. ο επιθεωρητής, το άτομο που κάνει επιθεώρηση
  2. ο ερευνητής, άτομο που κάνει σχολαστική έρευνα
  3. επισκέπτης
  4. κατάσκοπος

  Πηγές επεξεργασία