ἐπισκέπτης
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | ἐπισκέπτης | ἐπισκέπτα | ἐπισκέπται |
Γενική | ἐπισκέπτου | ἐπισκέπταιν | ἐπισκεπτῶν |
Δοτική | ἐπισκέπτῃ | ἐπισκέπταιν | ἐπισκέπταις |
Αιτιατική | ἐπισκέπτην | ἐπισκέπτα | ἐπισκέπτας |
Κλητική | ἐπισκέπτα | ἐπισκέπτα | ἐπισκέπται |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἐπισκέπτης < ἐπισκέπτομαι < ἐπί + σκέπτομαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἐπισκέπτης αρσενικό
- ο επιθεωρητής, το άτομο που κάνει επιθεώρηση
- ο ερευνητής, άτομο που κάνει σχολαστική έρευνα
- επισκέπτης
- κατάσκοπος