Δείτε επίσης: κατάκοπος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κατάσκοπος οι κατάσκοποι
      γενική του/της
του
κατασκόπου
κατάσκοπου
των κατασκόπων
    αιτιατική τον/την κατάσκοπο τους/τις
τους
κατασκόπους
κατάσκοπους
     κλητική κατάσκοπε κατάσκοποι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία