ερευνητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερευνητής < αρχαία ελληνική ἐρευνητής
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾev.ni.ˈtis/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ερευνητής αρσενικό (θηλυκό ερευνήτρια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτός που διεξάγει έρευνα
|