επιθεώρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιθεώρηση | οι | επιθεωρήσεις |
γενική | της | επιθεώρησης* | των | επιθεωρήσεων |
αιτιατική | την | επιθεώρηση | τις | επιθεωρήσεις |
κλητική | επιθεώρηση | επιθεωρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιθεωρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιθεώρηση < ελληνιστική κοινή ἐπιθεώρησις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική inspection / revue)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιθεώρηση θηλυκό
- η ενέργεια του επιθεωρώ
- ο τακτικός ή έκτακτος επιστάμενος έλεγχος ενός έργου, μιας εγκατάστασης κλπ
- ※ το εργοτάξιο της γέφυρας περνάει από συχνή επιθεώρηση, ώστε να εξασφαλιστεί η σωστή κατασκευή της
- ο τακτικός ή έκτακτος έλεγχος στρατιωτικής μονάδας από ανώτατο αξιωματικό
- ειδική δημόσια υπηρεσία ελέγχου και συντονισμού φορέων που υπάγονται σε αυτή
- επιθεώρηση εργασίας
- περιοδικό (έντυπη περιοδική έκδοση) με συγκεκριμένη θεματολογία, όπως επιστήμες, πολιτική, λογοτεχνία κ.α.
- θεατρικό έργο που σατιρίζει την επικαιρότητα και αποτελείται από σύντομα αυτοτελή διαλογικά μέρη και παρένθετα μουσικοχορευτικά κομμάτια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιθεώρηση