Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιθεωρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιθεωρώ
  2. θα επιθεωρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιθεωρώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επιθεωρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιθεώρηση