Δείτε επίσης: ἐπιθεωρῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιθεωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιθεωρῶ, συνηρημένος τύπος του ἐπιθεωρέω < ἐπί + θεωρέω, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική inspecter) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.θe.oˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐θε‐ω‐ρώ

επιθεωρώ, αόρ.: επιθεώρησα, παθ.φωνή: επιθεωρούμαι, π.αόρ.: επιθεωρήθηκα, μτχ.π.π.: επιθεωρημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επί και θεωρώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία