ελέγχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελέγχω < αρχαία ελληνική ἐλέγχω < αβέβαιης ετυμολογίας· το ρήμα απαντά στην αρχαία αττική διάλεκτο με τη σημασία του εξακριβώνω, εξετάζω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαελέγχω
- ασκώ έλεγχο σε κάποιον ή κάτι ως αρμόδια αρχή
- η εφορία ελέγχει τα λογιστικά βιβλία
- θέτω υπό έλεγχο ένα φαινόμενο ή μια κατάσταση περιορίζοντας τις διαστάσεις ή τις συνέπειες που έχει στα επιθυμητά ή ανεκτά επίπεδα
- οι πυροσβέστες κατάφεραν να ελέγξουν τη φωτιά
- πειθαρχώ, συγκρατώ
- είναι καλό να ελέγχω τις αντιδράσεις του θυμικού μου
- έχω τον έλεγχο μιας μηχανής, ενός οχήματος κλπ, ώστε να το κατευθύνω και να καθορίζω τη λειτουργία του
- ο οδηγός του φορτηγού δεν μπόρεσε να ελέγξει το βαρύ όχημα
- επιβάλλομαι, κυριαρχώ σε κάτι
- νευρική και ανυπότακτη φύση, κανένας δεν την ελέγχει, μόνο ο εαυτός της
- έχω την κυριαρχία, καθορίζω τι θα γίνει
- οι Αθηναίοι ήλεγχαν τα στενά του Ελλήσποντου
- επιπλήττω, αποδοκιμάζω κάποιον
- η συνείδησή μου με ελέγχει για ό,τι κάνω
- αξιολογώ, κρίνω διασταυρώνοντας
- ελέγχει πάντα τις πληροφορίες του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελέγχω | έλεγχα | θα ελέγχω | να ελέγχω | ελέγχοντας | |
β' ενικ. | ελέγχεις | έλεγχες | θα ελέγχεις | να ελέγχεις | έλεγχε | |
γ' ενικ. | ελέγχει | έλεγχε | θα ελέγχει | να ελέγχει | ||
α' πληθ. | ελέγχουμε | ελέγχαμε | θα ελέγχουμε | να ελέγχουμε | ||
β' πληθ. | ελέγχετε | ελέγχατε | θα ελέγχετε | να ελέγχετε | ελέγχετε | |
γ' πληθ. | ελέγχουν(ε) | έλεγχαν ελέγχαν(ε) |
θα ελέγχουν(ε) | να ελέγχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έλεγξα | θα ελέγξω | να ελέγξω | ελέγξει | ||
β' ενικ. | έλεγξες | θα ελέγξεις | να ελέγξεις | έλεγξε | ||
γ' ενικ. | έλεγξε | θα ελέγξει | να ελέγξει | |||
α' πληθ. | ελέγξαμε | θα ελέγξουμε | να ελέγξουμε | |||
β' πληθ. | ελέγξατε | θα ελέγξετε | να ελέγξετε | ελέγξτε | ||
γ' πληθ. | έλεγξαν ελέγξαν(ε) |
θα ελέγξουν(ε) | να ελέγξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ελέγξει | είχα ελέγξει | θα έχω ελέγξει | να έχω ελέγξει | ||
β' ενικ. | έχεις ελέγξει | είχες ελέγξει | θα έχεις ελέγξει | να έχεις ελέγξει | έχε ελεγμένο | |
γ' ενικ. | έχει ελέγξει | είχε ελέγξει | θα έχει ελέγξει | να έχει ελέγξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ελέγξει | είχαμε ελέγξει | θα έχουμε ελέγξει | να έχουμε ελέγξει | ||
β' πληθ. | έχετε ελέγξει | είχατε ελέγξει | θα έχετε ελέγξει | να έχετε ελέγξει | έχετε ελεγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ελέγξει | είχαν ελέγξει | θα έχουν ελέγξει | να έχουν ελέγξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ελεγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ελεγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ελεγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ελεγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ελέγχομαι | ελεγχόμουν(α) | θα ελέγχομαι | να ελέγχομαι | ||
β' ενικ. | ελέγχεσαι | ελεγχόσουν(α) | θα ελέγχεσαι | να ελέγχεσαι | (ελέγχου) | |
γ' ενικ. | ελέγχεται | ελεγχόταν(ε) | θα ελέγχεται | να ελέγχεται | ||
α' πληθ. | ελεγχόμαστε | ελεγχόμαστε ελεγχόμασταν |
θα ελεγχόμαστε | να ελεγχόμαστε | ||
β' πληθ. | ελέγχεστε | ελεγχόσαστε ελεγχόσασταν |
θα ελέγχεστε | να ελέγχεστε | (ελέγχεστε) | |
γ' πληθ. | ελέγχονται | ελέγχονταν ελεγχόντουσαν |
θα ελέγχονται | να ελέγχονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ελέγχθηκα | θα ελεγχθώ | να ελεγχθώ | ελεγχθεί | ||
β' ενικ. | ελέγχθηκες | θα ελεγχθείς | να ελεγχθείς | ελέγξου | ||
γ' ενικ. | ελέγχθηκε | θα ελεγχθεί | να ελεγχθεί | |||
α' πληθ. | ελεγχθήκαμε | θα ελεγχθούμε | να ελεγχθούμε | |||
β' πληθ. | ελεγχθήκατε | θα ελεγχθείτε | να ελεγχθείτε | ελεγχθείτε | ||
γ' πληθ. | ελέγχθηκαν ελεγχθήκαν(ε) |
θα ελεγχθούν(ε) | να ελεγχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ελεγχθεί | είχα ελεγχθεί | θα έχω ελεγχθεί | να έχω ελεγχθεί | ελεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ελεγχθεί | είχες ελεγχθεί | θα έχεις ελεγχθεί | να έχεις ελεγχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ελεγχθεί | είχε ελεγχθεί | θα έχει ελεγχθεί | να έχει ελεγχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ελεγχθεί | είχαμε ελεγχθεί | θα έχουμε ελεγχθεί | να έχουμε ελεγχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ελεγχθεί | είχατε ελεγχθεί | θα έχετε ελεγχθεί | να έχετε ελεγχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ελεγχθεί | είχαν ελεγχθεί | θα έχουν ελεγχθεί | να έχουν ελεγχθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ελεγμένος - είμαστε, είστε, είναι ελεγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ελεγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ελεγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ελεγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ελεγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ελεγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ελεγμένοι |
Σημείωση: Χρησιμοποιούνται και οι λόγιοι τύποι ήλεγχα για τον παρατατικό, ήλεγξα για τον αόριστο και ηλεγμένος για την μετοχή παθητικού παρακειμένου.