αποδοκιμάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδοκιμάζω < αρχαία ελληνική ἀποδοκιμάζω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désapprouver)
Ρήμα
επεξεργασίααποδοκιμάζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδοκιμάζω | αποδοκίμαζα | θα αποδοκιμάζω | να αποδοκιμάζω | αποδοκιμάζοντας | |
β' ενικ. | αποδοκιμάζεις | αποδοκίμαζες | θα αποδοκιμάζεις | να αποδοκιμάζεις | αποδοκίμαζε | |
γ' ενικ. | αποδοκιμάζει | αποδοκίμαζε | θα αποδοκιμάζει | να αποδοκιμάζει | ||
α' πληθ. | αποδοκιμάζουμε | αποδοκιμάζαμε | θα αποδοκιμάζουμε | να αποδοκιμάζουμε | ||
β' πληθ. | αποδοκιμάζετε | αποδοκιμάζατε | θα αποδοκιμάζετε | να αποδοκιμάζετε | αποδοκιμάζετε | |
γ' πληθ. | αποδοκιμάζουν(ε) | αποδοκίμαζαν αποδοκιμάζαν(ε) |
θα αποδοκιμάζουν(ε) | να αποδοκιμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδοκίμασα | θα αποδοκιμάσω | να αποδοκιμάσω | αποδοκιμάσει | ||
β' ενικ. | αποδοκίμασες | θα αποδοκιμάσεις | να αποδοκιμάσεις | αποδοκίμασε | ||
γ' ενικ. | αποδοκίμασε | θα αποδοκιμάσει | να αποδοκιμάσει | |||
α' πληθ. | αποδοκιμάσαμε | θα αποδοκιμάσουμε | να αποδοκιμάσουμε | |||
β' πληθ. | αποδοκιμάσατε | θα αποδοκιμάσετε | να αποδοκιμάσετε | αποδοκιμάστε | ||
γ' πληθ. | αποδοκίμασαν αποδοκιμάσαν(ε) |
θα αποδοκιμάσουν(ε) | να αποδοκιμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδοκιμάσει | είχα αποδοκιμάσει | θα έχω αποδοκιμάσει | να έχω αποδοκιμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδοκιμάσει | είχες αποδοκιμάσει | θα έχεις αποδοκιμάσει | να έχεις αποδοκιμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδοκιμάσει | είχε αποδοκιμάσει | θα έχει αποδοκιμάσει | να έχει αποδοκιμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδοκιμάσει | είχαμε αποδοκιμάσει | θα έχουμε αποδοκιμάσει | να έχουμε αποδοκιμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδοκιμάσει | είχατε αποδοκιμάσει | θα έχετε αποδοκιμάσει | να έχετε αποδοκιμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδοκιμάσει | είχαν αποδοκιμάσει | θα έχουν αποδοκιμάσει | να έχουν αποδοκιμάσει |
|