Δείτε επίσης: ἀποδοκιμάζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποδοκιμάζω

  1. κατακρίνω, εκφράζομαι αρνητικά εναντίον ανθρώπου ή ενέργειας
  2. γιουχάρω, εκδηλώνω έντονη απαρέσκεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία